Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Συμπεράσματα για την έκταση "Κτήμα Πεύκα Βέρδη"

 Ο όμιλος "το ΠΟΙΚΙΛΟ",θέλοντας να συμβάλλει στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσιμης δικαστικής μάχης της 6/3 στον Άρειο Πάγο , μετά την δημοσίευση του υπομνήματος που κατέθεσε ο Όμιλος στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων , αναδημοσιεύουμε και την έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνόδευε την παρέμβαση μας στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΕΚΤΑΣΗΣ ΦΕΡΟΜΕΝΗΣ ΩΣ «ΚΤΗΜΑ ΠΕΥΚΑ ΒΕΡΔΗ»


Μετά από τον εκτενή έλεγχο που διενεργήθει προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα και διαπιστώσεις :

 Ο χαρακτήρας του μεγαλύτερου τμήματος του κτήματος Βέρδη ήταν δασικός κατά το έτος 1879 (σύνταξη Χάρτη J.A. Kaupert), καθώς και του συνόλου της ορεινής έκτασης του κτήματος κατά το έτος 1945 (Α/Φ Γ.Υ.Σ. Ε.Λ. 1945). Στην ως άνω ορεινή περιοχή, περιλαμβάνεται η έκταση των 433 στρ. εκτίμηση στην οποία συμφωνεί και η κ. Παπαβασιλείου. Ουδέποτε προσκόμισαν οι αρχικοί δικαιοπάροχοι έγκυρο Τουρκικό τίτλο βάση του οποίου θα νομιμοποιούνταν η όποια ιδιοκτησία σε δασική περιοχή. Άρα δεν νομιμοποιείται η όποια διεκδίκηση ή αρχικός τίτλος στην περιοχή αυτή.
Στην τεχνική έκθεση της κας Παπαβασιλείου δεν έγινε ο ως άνω έλεγχος και άρα ήταν αδύνατον να αποφανθεί για την προβολή ή όχι δικαιωμάτων κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επί της εκτάσεως αυτής. Ο έλεγχος που παρουσιάζεται στην ως άνω έκθεση αφορά μόνο την ύπαρξη ή όχι αλληλουχίας τίτλων των δύο ομάδων διεκδικητών του κτήματος. Η ύπαρξη αλληλουχίας ακόμα και αν υπήρχε, δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει, στην προβολή ή μη δικαιωμάτων κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου εκτάσεως. Άρα υπάρχει πρόβλημα μεθοδολογίας (βάση της ισχύουσας νομοθεσίας) στο σύνολο της τεχνικής εκθέσεως.

 Το σύνολο των βασικών συμβολαίων (1847-1883), των συμβολαίων που ακολουθούν την αλληλουχία κτήσης του ΙΝΘΕΛ (1883 – 1916), καθώς και των συμβολαίων των κληρονόμων Βέρδη (1902 – 1927), είναι ανεφάρμοστα επί του εδάφους, όπως εξάλλου σημειώνεται και στις αποφάσεις 64/’90 και 7636/’96. Η γενική περιγραφή τοπωνυμίων δεν μπορεί να καθορίσει όρια. Ήδη το βόρειο όριο του κτήματος όπως παρουσιάζει στο «έγκυρο» διάγραμμα του κ. Μπαζου σε σχέση με το τοπωνύμιο Τσαβερδέλα που φαίνεται στο ίδιο διάγραμμα έχει απόσταση άνω των 1500 μ.. Για τον ως άνω λόγω βάση και της απόφασης 7636/’96 η αναγραφόμενη έκταση αριθμητικώς επί τίτλου λαμβάνεται υπ’ όψη για τον καθορισμό της θέσης και έκτασης του όποιου ακινήτου.
Στην τεχνική έκθεση η κα Παπαβασιλείου κατέληξε στο ακριβώς αντίστροφο συμπέρασμα λόγω ελλιπούς αναφοράς της σχετικής νομολογίας του Αρείου Πάγου.
Βάση των ανωτέρω νομιμοποιούμεθα να θεωρήσουμε ότι το ως άνω κτήμα είναι περί τα 1000 παλαιά στρέμματα δηλαδή 562.5 στρέμματα σημερινά.

 Δεν είναι βέβαιη η αλληλουχία των συμβολαίων 702/11-5-1847 και 618/18-4-1873, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν ( διαφοροποίηση της περιγραφής, των ομόρων, θέση κτήματος Ζαχαρίτσα - συμβόλαιο 19446/1843 κ.λ.π.) Ας σημειωθεί ότι στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει η απόφαση 64/1990. Υπάρχει σαφώς διαφοροποίηση των συμβολαίων 618/18-4-1873 και 1033/25-4-1883 με τα 1126/19-10-1887 και 2640/20-5-1889. Στα δύο πρώτα περιγράφεται η έκταση ως ζευγαρότοπος – λιβάδι, ενώ στα τελευταία συμπεριλαμβάνει και δάσος. Επίσης στα δύο πρώτα συμβόλαια δεν αναφέρεται ως όριο το κτήμα Χαϊδάρι, ενώ ασαφές παραμένει στο 1126/’87 όμως σαφώς αναφέρεται στο 2640/’89.

 Η προσπάθεια οικειοποίησης δημόσιας γης αρχίζει ήδη από το συμβόλαιο της διαθήκης με την προσθήκη του λιβαδιού στην περιγραφή του ακινήτου. Το κτήμα αυτό δεν δύναται να υπερβαίνει σε έκταση την τάξη μεγέθους των 562.5 στρεμμάτων. Η έκταση αυτή δεν έχει σχέση με αυτή των 433 στρεμμάτων, η οποία είναι ορεινή (τεχνική έκθεση κας Παπαβασιλείου).

 Το ζήτημα χρησικτησίας στην ορεινή έκταση (συμπεριλαμβανομένης αυτής των 433 στρεμμάτων αντιμετωπίστηκε στην απόφαση 64/’90, στην οποία εγγράφεται ότι δεν υφίσταται.

 Οι φερόμενοι ως κληρονόμοι Βέρδη (Αγαπητοί – Σαμπάνη – Φιλίππου) δεν μπορούν βάση πλαστών τίτλων (απόφαση 64/90) να διεκδικήσουν την όποια έκταση πέρα των 110 παλαιών στρεμμάτων ή 61,82 σημερινών στρεμμάτων, και στο βαθμό που αποδείξουν ότι ήταν εκτός της δασικής έκτασης που εμφανίζεται στο χάρτη του J.A. Kaupert. Το παράδοξο βέβαια είναι ότι έχουν πουλήσει στην περιοχή αυτή έκταση τουλάχιστον ίση με 730 περίπου στρέμματα, με την ανοχή του επίσημου κράτους (πλην των υπηρεσιών του Υπ. Γεωργίας).

 Η όποια έκταση και αν υπήρχε έχει ήδη πουληθεί και οικοδομηθεί και άρα δεν μπορεί να υπάρχει καμία άλλη απαίτηση.



Τελειώνοντας την παρούσα έκθεση έχουμε να παρατηρήσουμε τα κάτωθι. Βάση των διαγραμμάτων Δ.Ε.1 έως 5 παρατηρούμε την έκταση καταστροφής του φυσικού χώρου περί του βουνού, και την εξάπλωση χωρίς προδιαγραφές του οικιστικού ιστού. Το δάσος λόχμης και οι συστάδες των κωνοφόρων, έδωσαν τη θέση τους, σε μικρά χαμηλά κτίσματα στην αρχή, στις δεκαετίες του 1940 έως και τη δεκαετία του 1960. Με το πέρασμα του χρόνου και όσο η πόλη όσο η πόλη ασφικτυούσε στη ρίζα του βουνού, και ενώ άρχιζε σιγά - σιγά να σκαρφαλώνει σ’ αυτό τρώγοντας το, άρχισε ταυτόχρονα να ψηλώνει. (Το τελευταίο πάει χέρι – χέρι με τις αξίες γης). Στην πόλη αυτή δίπλα στο βουνό δεν έμεινε χώρος για πλατείες, πράσινο, παιδικές χαρές και όλα αυτά στο όνομα του μέγιστου κέρδους ανθρώπων που πούλησαν αυτή την έκταση, χωρίς καμία πρόβλεψη για ελεύθερους χώρους και μάλιστα χωρίς να τους ανήκε. Αντί επιλόγου απλώς μεταφέρουμε τα λόγια του κ. Σανιδά από την απόφαση 64/’90, που αφορούν τον Ι.Ν.Θ.Ε.Λ.. :

«Είμεθα βεβαίως υποχρεωμένοι να σημειώσουμε, με λύπη ότι και οι εκπρόσωποι του Ιερού Ναού Λαμίας ‘Ευαγγελισμός της Θεοτόκου’ ακολουθούντες το δρόμο τον οποίο εχάραξαν οι καθ’ ων η ανακοπή, οι δικαιοπάροχοι αυτών συμβαλλόμενοι στα…, αλλά και έτερα άτομα τα οποία επιχειρούν να σφετερισθούν εκτάσεις του Δημοσίου, στην ανωτέρω περιοχή, με νεώτερες αγωγές ισχυρίζονται ότι με τους ρηθέντες τίτλους περιήλθεν στο ναό έκταση 5000 και εν συνεχεία 6000 στρεμμάτων…»
&
«η ανωτέρω τέλος απόφαση ένα και μόνο επιβεβαιώνει. Τον ελάχιστα κολακευτικό τρόπο με τον οποίο το Δημόσιο, και οι καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες του υπερασπίζονται τα δικαιώματα αυτού (Δημοσίου)»

ΑΘΗΝΑ 24/05/2006
Ο ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ






ΚΡΙΘΑΡΗΣ Θ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ


ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΕΚΘΕΣΗ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ


Παράθεση:
ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ


1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1 ΓΕΝΙΚΑ
Η παρούσα τεχνική έκθεση έχει το χαρακτήρα επισήμανσης και εντοπισμού των κεντρικών στοιχείων σε όλη την μακροχρόνια προσπάθεια κατοχύρωσης τίτλων, στην προς μελέτη περιοχή.
Λόγω ελλιπούς χρόνου, δεν ήταν δυνατή η συλλογή και ο πλήρης έλεγχος, του συνόλου των πρωτότυπων πιθανών τίτλων, στοιχείων ή εγγράφων που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την παρούσα υπόθεση και η οποία έχει μια πορεία ενός αιώνα και πλέον. Με βάση τα ως άνω, στην παρούσα έκθεση είμαστε υποχρεωμένοι να στηριχθούμε, σε δευτερογενείς πηγές σε ότι αφορά συμβόλαια, στις αναφορές δηλαδή που υπάρχουν για αυτά σε επίσημα δημόσια έγγραφα (πραγματογνωμοσύνες τεχνικών συμβούλων δασαρχείου Αιγάλεω, Δικαστικές αποφάσεις, γνωμοδότηση 47/2004 του Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων κ.λ.π.). Για το λόγω αυτό επιφυλασσόμεθα, σε ότι αφορά την ορθή και πλήρη μεταφορά των στοιχείων τους, στα ως άνω έγγραφα.
Η προς μελέτη περιοχή των 433 περίπου στρεμμάτων, βρίσκεται εντός των ορίων του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Πετρουπόλεως. Τμήμα της ως άνω έκτασης (περίπου 262 στρέμματα) θεωρείται, βάση της με αριθμό 1083607/6930/Α0010/25-10-2004 αποφάσεως του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, ως τμήμα ευρύτερης έκτασης του φερόμενου ως «κτήματος Πεύκα Βέρδη». Τα υπόλοιπα 171 στρέμματα της έκτασης αυτής σύμφωνα με την ως άνω απόφαση, αναγνωρίζεται ότι προέρχονται από άλλη σειρά τίτλων και δεν αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης της παρούσας απόφασης.
Έμμεσα αλλά με σαφή τρόπο, η ως άνω απόφαση προσδιόρισε επίσης το τμήμα εκείνο της εντός σχεδίου περιοχής, του Δήμου Πετρούπολης, το οποίο ανήκε στο φερόμενο ως «Κτήμα Πεύκα Βέρδη» (1028.50 στρ.). Με τον τρόπο αυτό νομιμοποίησε την όποια διεκδίκηση του ιερού ναού στα 1028.5 στρέμματα.
Τέλος στην διένεξη που σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη, στα Ελληνικά Δικαστήρια για ότι αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς του συνόλου του κτήματος, με βασικούς αντίδικους τον Ιερό Ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Λαμίας (ΙΝΕΘΛ), διάφορους κληρονόμους του θεωρητικά αρχικού δικαιοπάροχου Στάμου Βέρδη και τέλος το Ελληνικό Δημόσιο, η ως άνω απόφαση καθόρισε ότι τα 262 περίπου στρέμματα ανήκουν στον ΙΝΕΘΛ και άρα εμμέσως αφού οι προσκομιζόμενοι τίτλοι της μονής , έγιναν δεκτοί ως έγκυροι και το σύνολο των 1028.50 στρεμμάτων ανήκει στον Ιερό Ναό. Άμεσο επακόλουθο της ως άνω απόφασης είναι η έμμεση αλλά σαφής γνωμοδότηση υπέρ της αποδοχής του συνόλου των διεκδικήσεων του ΙΝΕΘΛ γεγονός που υπερβαίνει την δικαιοδοσία του ΓΣΔΚ.
Η αλληλουχία τίτλων που προσκομίζουν τόσο ο Ιερός Ναός όσο και οι μικροϊδιοκτήτες για την εν λόγω έκταση, προέρχονται, όπως θα φανεί στην συνέχεια της παρούσης τεχνικής εκθέσεως κατ’ ουσία από τον ίδιο αρχικό δικαιοπάροχο Στάμο Βέρδη. Βάση του γεγονότος αυτού η παρούσα έκθεση θα ακολουθήσει χρονολογικά το ιδιοκτησιακό καθεστώς στο χρονικό διάστημα που η αλληλουχία τίτλων είναι κοινή για τους δύο διεκδικητές του φερόμενου ως «Κτήμα Πεύκα Βέρδη» και στη συνέχεια θα εξεταστεί ό κάθε κλάδος χωριστά σύμφωνα με τους τίτλους αυτού.
Κρίσιμο σε κάθε έκθεση που αφορά ιδιοκτησιακό καθεστώς της όποιας έκτασης, είναι ό έλεγχος αρχικά των όποιων διαθέσιμων διαγραμμάτων, τόσο σε ότι αφορά την ακρίβεια τους αλλά και την πιστότητα και πληρότητα της όποιας αναγραφόμενης χαρτογραφικής ή όχι πληροφορίας επ’ αυτών. Το στάδιο αυτό είναι απαραίτητο έτσι ώστε να είναι πάντα ελέγξιμη η ακρίβεια του διαγράμματος, που ιδιαίτερα σε μακροχρόνιες αντιπαραθέσεις οφείλει να ακολουθεί το διάγραμμα, έτσι ώστε να μην χρησιμοποιείται κατά το δοκούν από τους διαφόρους διαδίκους και πέρα των προθέσεων ή αρχικών στόχων του μηχανικού που παρήγαγε το διάγραμμα αυτό. Επί των τελικά παραγόμενων διαγραμμάτων δοσμένης ακρίβειας ανά στοιχείο που εμφανίζεται σε αυτούς, οφείλει να γίνει ο έλεγχος των τίτλων και όχι αντιστρόφως.






2. ΕΛΕΓΧΟΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ & ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΝΕΩΝ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

2.1 ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ ΥΠΟΒΑΘΡΑ
Τα υφιστάμενα διαγράμματα και χάρτες που χρησιμοποιήθηκαν στην τεχνική αυτή έκθεση είναι τα ακόλουθα :
 Ο χάρτης του J.A. Kaupert με τίτλο PYRGOS εκδοθείς από το Kaiserlich deutschen archaologischen Institute το !878/1879. Αν λάβομε υπόψη μας τα τεχνικά μέσα της εποχής τα στοιχεία που παρουσιάζονται στον ως άνω χάρτη είναι σαφώς παλαιότερα.
 Το συνοδεύον τον φάκελο της απόφασης, αρ. 1083607/6930/Α0010/25-10-2004 του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Κτημάτων, διάγραμμα οριοθέτησης του Κτήματος Στεφάνη
 Το διάγραμμα διανομής Κοτσιρώνη (1927)
 Το διάγραμμα διανομής του πολιτικού μηχ. Ρ. Κυφιώτη (1957)
 Το διάγραμμα του πολιτικού μηχ. Α. Μπάζου , μετά τις συμπληρώσεις επ’ αυτού του δασολόγου 2ου βαθμού Ι. Τουρνά (1974).
 Το συνοδεύον, την από 17/11/1995 Τεχνική Έκθεση του τεχνικού συμβούλου Δασαρχείου Αιγάλεω Χ. Γκάτση, διάγραμμα.
 Το συνοδεύον, την από 12/3/1996 β’ συμπληρωματική Τεχνική Έκθεση του τεχνικού συμβούλου Δασαρχείου Αιγάλεω Χ. Γκάτση, διάγραμμα.
 Το συνοδεύον, την από 11/2/1998 αυτοψία του τεχνικού συμβούλου Δασαρχείου Αιγάλεω Χ. Γκάτση, διάγραμμα.
 Τα διαγράμματα εφαρμογής της πολιτικού μηχ. Παπαβασηλείου Στέλλας (2004)
 Το ισχύον ρυμοτομικό διάγραμμα του Δήμου Πετρουπόλεως.
 Τα φωτογραμμτερικά διαγράμματα κλίμακας 1:5000 της Γ.Υ.Σ.
 Αεροφωτογραφίες της προς μελέτη περιοχής έτους λήψης 1945 & 2005 της Γ.Υ.Σ.

Οι τρεις , τεχνικές εκθέσεις του τεχνικού συμβούλου Δασαρχείου Αιγάλεω Χ. Γκάτση, που αναφέρονται ανωτέρω, αφορούν την εκδίκαση στο 1ο Τμήμα του Εφετείου Αθηνών, της υπόθεσης μεταξύ των καλούντων
1. Κων/νου Δ. Αγαπητού ως κληρονόμου του αποβιώσαντος αρχικού διάδικου Δημητρίου Κων/νου Αγαπητού.
2. Παναγιώτη Κων/νου Αγαπητού
3. Ελένης συζ. Χρήστου Ζωτιάδη
4. Κων/νου Χαριλάου Αγαπητού
5. Αχιλλέα Χαριλάου Αγαπητού
6. Γεωργίου Χαριλάου Αγαπητού
7. Αθηνάς συζ. Κων/νου Λαμπρόπουλου
8. Δέσποινας χήρας Χαριλάου Αγαπητού, το γένος Αχιλλέα Σαμπάνη, ως κληρονόμου του αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου Χαριλάου Κων/νου Αγαπητού
Του καθού η κλήση Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον υπουργό Οικονομικών.


2.2 ΕΛΕΓΧΟΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ & ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΝΕΩΝ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

Η διαδικασία παραγωγής των διαγραμμάτων που παρατίθενται στην παρούσα έκθεση ήταν η ακόλουθη :
Με σταθερά τα διαγράμματα 1: 5000 της Γ.Υ.Σ. σε κλίμακα και θέση μετά τον αφινηκό μετασχηματισμό τους και την προσαρμογή τους στο σύστημα αναφοράς ΕΓΣΑ ’87, επί αυτών, με βάση κοινά χαρακτηριστικά σημεία τους, σε αυτούς και σε όλους τους υπόλοιπους, εκτελέστηκαν αφινικοί μετασχηματισμοί βάσει των ως άνω σημείων και προσανατολίστηκαν το σύνολο των ως άνω διαγραμμάτων βάσει αυτών της Γ.Υ.Σ. που η αρχική προσαρμογή τους είχε και τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια.
Η πιο πάνω διαδικασία ακολουθήθηκε, παρά τον χρονοβόρο χαρακτήρα της, γιατί από μια πρώτη αξιολόγηση των διαφόρων διαγραμμάτων, παρατηρήθηκε το φαινόμενο συνεχούς μεταβολής κατά θέση και σχήμα των πολυγώνων ιδιοκτησιών χωρίς κανένα «εμφανή λόγο». Τα διάφορα πολύγωνα που εμφανίζονται στα υφιστάμενα διαγράμματα είναι περασμένα με το χέρι έτσι ώστε να είναι «περίπου» σωστά. Έτσι στην παρούσα τεχνική έκθεση έγινε προσπάθεια, να δημιουργηθούν ενιαία υπόβαθρα σωστά προσανατολισμένα σε κλίμακα και θέση ώστε να υπάρχει η δυνατότητα σταθερής αναφοράς και να μην παρουσιάζεται το ως άνω φαινόμενο αλλά και να είναι δυνατή η αξιολόγηση των διαφόρων περιγραφών, αλλά και λοιπών διαγραμμάτων πέρα από κάθε αμφισβήτηση.
Τα παραχθέντα διαγράμματα όπως αναφέρθηκε, έχουν ως υπόβαθρα είτε τα διαγράμματα κλίμακας 1/5000 της Γ.Υ.Σ. ακρίβειας προσαρμογής της τάξης των 5 μ. (1 χιλιοστό στην κλίμακα), είτε τον χάρτη του J.A. Kaupert αντίστοιχης ακρίβειας προσαρμογής επί των προαναφερθέντων διαγραμμάτων της Γ.Υ.Σ.. Η ακρίβεια προσαρμογής των υπολοίπων διαγραμμάτων είναι της τάξης των 7 έως 10 μ. επί των διαγραμμάτων της Γ.Υ.Σ.. Τα διαγράμματα με υπόβαθρο τις αεροφωτογραφίες της Γ.Υ.Σ. ενώ έχει γίνει προσπάθεια να έρθουν σε σωστή κλίμακα και θέση , λόγω της φύσης της φωτογραφίας υπάρχει διαφορετική κλίμακα ανά σημείο της φωτογραφίας, η οποία καθορίζεται από το πραγματικό υψόμετρο κάθε σημείου. Για το λόγο αυτό η προσαρμογή των φωτογραφιών αυτών έγινε με τη χρήση σημείων με υψόμετρο περίπου στο μέσο όρο της περιοχής μελέτης, έτσι ώστε η περιοχή αυτή να είναι ενδεικτικά σωστή. Σε περιοχές με μεγάλη διαφορά υψομέτρου από το χρησημοποιηθέν στην προσαρμογή οι μεταβολές είναι έντονες. Η παραγωγή ορθοφωτοχαρτών στον διαθέσιμο χρόνο που είχαμε δεν ήταν δυνατή. Τα ως άνω διαγράμματα λοιπόν χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή ποιοτικών στοιχείων (χρήσεις γης) και όχι μετρητικών.

Από τον πιο πάνω έλεγχο παρατηρήθηκαν τα εξής:

 Ο χάρτης PYRGOS του J.A. Kaupert έχει εξαιρετικά μεγάλη ακρίβεια , τόσο οριζοντιογραφικά (δεν παρατηρούνται αξιοσημείωτες παραμορφώσεις ή στρεβλώσεις των χωρικών και υψομετρικών στοιχείων), αλλά και υψομετρικά . Βάσει των ως άνω ο χάρτης αυτός θεωρείται αξιόπιστος.

 Η μεταφορά από τον χάρτη του J.A. Kaupert των διαφόρων στοιχείων είναι εσφαλμένη σε πολλά από τα διαγράμματα.

 Τα διαγράμματα Κοτσιρώνη και Κυφιώτη δεν έχουν χαρακτηριστικά σταθερά σημεία για να είναι δυνατός ο έλεγχός τους.

 Δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί η ακρίβεια προσδιορισμού σε μορφή και θέση των διαγραμμάτων που εμφανίζουν τα όρια των κτημάτων «Στεφάνι» και Χαϊδάρι» αφού λόγω του ελάχιστου χρόνου που είχαμε στην διάθεση μας δεν ήταν δυνατόν να ελεγχθούν τα όποια και αν υπάρχουν διαγράμματα ή προσπάθειες προσδιορισμού των ορίων των κτημάτων αυτών. Έτσι τα όρια αυτών ελήφθησαν για μεν το κτήμα «Στεφάνι», από το συνοδεύον τον φάκελο της απόφασης, αρ. 1083607/6930/Α0010/25-10-2004 του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Κτημάτων, διάγραμμα οριοθέτησης του, για δε το κτήμα Χαϊδάρι, από το συνοδεύον, την από 12/3/1996 β’ συμπληρωματική Τεχνική Έκθεση του τεχνικού συμβούλου Δασαρχείου Αιγάλεω Χ. Γκάτση, διάγραμμα. Ας σημειωθεί ότι το εμφανισθέν όριο του ως άνω κτήματος στα διαγράμματα εφαρμογής της πολιτικού μηχ. Σ. Παπαβασιλείου είναι διαφορετικό.
 Στο διάγραμμα του Πολιτικού μηχανικού Ανδρέα Μπαζού, είναι εμφανής η προσπάθεια ταυτοποίησης της πεδινής έκτασης του φερόμενου ως «κτήμα Πεύκα Βέρδη», ιδιοκτησίας του Ιερού Ναού, με τα όρια των σχεδίων πόλεως και ιδιαίτερα με αυτό της Πετρούπολης. Στην πραγματικότητα όπως φαίνεται από τα διαγράμματα εφαρμογής που παραθέτω τόσο σε αυτό με γενικό υπόβαθρο τα διαγράμματα 1:5000 της ΓΥΣ (Δ.Ε. 2), αλλά και αυτό με υπόβαθρο το χάρτη του J.A. Kaupert (Δ.Ε. 1), ιδιαίτερα στην περιοχή των 262 περίπου στρεμμάτων αυτό το οποίο παρατηρούμε είναι ότι στην «πεδινή» περιοχή κατά το διάγραμμα του κ. Μπάζου οι κλίσεις φτάνουν έως και 45%. Η περιοχή κάθε άλλο παρά πεδινή είναι. Στον χάρτη του J.A. Kaupert δεν υπάρχει το σημειακό σύμβολο της οικίας – συμπαγές μαύρο ορθογώνιο - που χρησιμοποιείται στον χάρτη αυτό, στην θέση που προσδιορίζεται στο ως άνω διάγραμμα. Αντίθετα, στη θέση αυτή, εμφανίζεται σύμβολο – ερυθρού χρώματος – που χρησιμοποιείται για επιφανειακά αρχαιολογικά ευρημάτα. Ανάλογα σύμβολα αρχαιολογικών ευρημάτων, υπάρχουν όπως φαίνεται και στο συνημμένο διάγραμμα ( Δ.Ε.1), τα οποία εμφανίζουν δύο οικίες ( Haus), δυτικά από τον ιερό ναό του Αγ. Γεωργίου (Κόκκινη Εκκλησία) και εντός της έκτασης που διεκδικεί ο ΙΝΘΕΛ, βάση του διαγράμματος του πολιτικού μηχανικού Α. Μπάζου, καθώς και δύο ταφικές εγκαταστάσεις και ένα ασβεστοκάμινο. Τέλος το όριο της δασικής έκτασης όπως απεικονίζεται στον χάρτη του J.A. Kaupert έχει μεταφερθεί πλημμελώς προσαρμοσμένο, αλλά και με λάθη στην μορφή και το σχήμα.

 Στα διαγράμματα εφαρμογής της πολιτικού μηχ. Σ. Παπαβασιλείου έχουμε να παρατηρήσουμε τα κάτωθι:
o Στο 1ο διάγραμμα εφαρμογής εμφανίζεται η οικία Βέρδη, στην περιοχή των 262 στρ. με την ένδειξη (Kaupert) . Ισχύουν όσα αναφερθήκαν ανωτέρω για το ίδιο θέμα στον σχολιασμό του διαγράμματος του πολιτικού μηχ. Α. Μπάζου.
o Το όριο της δασικής έκτασης από τον χάρτη του J.A. Kaupert , στοιχείο καθοριστικό για ότι αφορά την προβολή η όχι δικαιωμάτων του Δημοσίου, παρουσιάζεται ως όριο αλλαγής χρήσης (στην τεχνική έκθεση της) ή το κάτω πεζούλι, (όπως αναφέρεται στα διαγράμματα που παραθέτει η κα Παπαβασιλείου). Επίσης η γραμμή αυτή, εμφανίζεται διαφορετική στα δύο διαγράμματα και εντελώς διαφορετική με αυτή που εμφανίζεται στον πρωτότυπο χάρτη. Στο 1ο διάγραμμα υπάρχει μετατόπιση 65 περίπου μέτρων από το πρωτότυπο στο δε 2ο διάγραμμα η μετατόπιση φτάνει στα 200 μ. και υπάρχει και τροποποίηση της μορφής του.
o Το άνω πεζούλι το οποίο χρησιμοποιείται για την οριοθέτηση έκτασης 110 στρεμμάτων και το οποίο υποτίθεται ότι εμφανίζεται στον χάρτη του J.A. Kaupert, δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μια ισοϋψής καμπύλη. Η ως άνω γραμμή δεν είναι δυνατόν εκ της φύσης της να αναπαριστά το όποιο πεζούλι, είτε με τη μορφή ανθρώπινης κατασκευής αναβαθμού (π.χ. ξερολιθιά), είτε με τη μορφή κάποιας φυσικής κατάπτωσης ή διολίσθησης και τη δημιουργία με τον τρόπο αυτό ενός φυσικού αναβαθμού. Τα ανωτέρω βέβαια, ισχύουν πολύ περισσότερο, σε ότι αφορά την περίπτωση του ορίου της δασικής έκτασης που αναφέρθει ανωτέρω.
o Με βάση τις ανωτέρω γραμμές οροθετούνται εκτάσεις 100 και 10στρ. οι οποίες, στο διάγραμμα εφαρμογής 1 είναι 137 και 40.7 στρέμματα αντίστοιχα, ενώ στο διάγραμμα εφαρμογής 2 είναι 258 και 31 στρέμματα αντίστοιχα.
o Τέλος υπάρχουν τροποποιήσεις τόσο στο πολύγωνο που αφορά το «κτήμα Στεφάνι», όσο και αυτό που αφορά τις διεκδικήσεις του Ιερού Ναού.

Από τα ανωτέρω διαπιστώνουμε ότι η κ. Παπαβασιλείου, δεν έλεγξε τον πρωτότυπο χάρτη για την ορθότητα και ακρίβεια των μεταφερόμενων από αυτόν στοιχείων στο διάγραμμα του πολιτικού μηχ. Κ. Μπαζου Ανδρέα.

3. ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΤΙΤΛΩΝ ΚΟΙΝΗ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΔΙΕΚΔΙΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΠΙΔΙΚΟΥ (Περίοδος από 1847 έως 1883)


3.1. 702/11-5-1847 ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΔΙΑΝΟΜΗΣ του ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΟΥΛΟΥ

3.1.1. Στοιχεία συμβολαίου

Στο ως άνω συμβόλαιο ο Παναγιώτης Στάμου Βέρδης έλαβε από τον πατέρα του Στάμο Βέρδη εις την θέση «Βαθύ Ρεύμα», « αγρό καλλιεργήσιμο και μη καλλιεργήσιμο, με διάφορα σε αυτό άγρια δένδρα» στην περιφέρεια Αθηνών συνορεύων με:
 ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΣ : με αγρούς Ζαχαρίτσα
 ΒΟΡΕΙΑ : με αγρούς Ζαχαρίτσα
 ΔΥΤΙΚΑ : με κτήμα Στεφάνη
 ΝΟΤΙΑ : με κτήμα Χαϊδάρι & αγρούς Δέγλερη

Το ως άνω κτήμα περιγράφεται ως αγρός καλλιεργήσιμος ή μη και άρα πρόκειται περί πεδινής εκτάσεως. Η έννοια του αγρού σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατόν να περιγράφει έκταση ορεινή.
Στο συμβόλαιο αυτό δεν αναγράφεται η έκταση του κτήματος.
Τα όρια όπως περιγράφονται στο συμβόλαιο αυτό είναι ασαφή και μη υλοποιήσιμα επί του εδάφους αφού δεν περιγράφονται με σαφή και σταθερά σημεία.
Το «Βαθύ Ρεύμα» που αναφέρεται στο ως άνω συμβόλαιο, ήταν ένα ρέμα προερχόμενο από τις ανατολικές πλαγιές του Ποικίλου όρους, και σήμερα στον πυκνοδομημένο ιστό του Δήμου Πετρουπόλεως ταυτίζεται με την οδό Ανατολικής Ρωμυλίας στα κατάντι και με το γραμμικό πάρκο στο ανώτερο μέρος του εντός του πολεοδομικού ιστού, ενώ ανεβαίνοντας προς το βουνό ταυτίζεται σε μεγάλο τμήμα του με την οδό που συνδέει τον οικιστικό ιστό της πόλης με τις αθλητικές εγκαταστάσεις στο πρώην λατομείο του Γρηγορίου. Ο προσδιορισμός του ακινήτου στη θέση «Βαθύ Ρεύμα», μάλλον υποδηλώνει μικρή σχετικά έκταση ή το εν, λόγω ακίνητο αναπτυσσόταν χωρικά κατά μήκος του ρέματος. Σε κάθε περίπτωση όμως όπως αναφέρει και η απόφαση αρ. 64/1990 του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για το εν λόγω συμβόλαιο, η περιγραφείσα έκταση οφείλει να είναι τμήμα των αγρών στην θέση «Βαθύ Ρεύμα».
Αν θεωρηθεί η θέση αυτή ως τοπωνύμιο δεν μπορεί παρά να περιγράφει μόνο την λεκάνη απορροής του ρέματος και καμία άλλη έκταση εκτός αυτής.(αρ. σχεδίου Τ.Δ.1). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι γενικά ήταν σύνηθες η περιγραφή ορίων κτημάτων, σε συμβόλαια ή ιδιωτικά συμφωνητικά κατά το παρελθόν η πορεία ροής των όμβριων υδάτων. Έτσι περιγράφονταν όρια όπως «εκεί που τρέχει το νερό», υπονοώντας τις μισγάγκειες ή τη βαθειά γραμμή των ρεμάτων, ή άλλες περιγραφές όπως «εκεί που χωρίζει το νερό», υπονοώντας στην περίπτωση αυτή τις ράχες. Το στοιχείο αυτό βεβαίως δεν μας δίνει την οριοθέτηση της ανωτέρω έκτασης, αλλά περίπου τα όρια της έκτασης εφαρμογής του τοπωνυμίου. Θα ήταν δηλαδή απίθανο να θεωρήσει κάποιος ότι το ως άνω τοπωνύμιο εκτείνεται σε περιοχές από τις οποίες διέρχονται άλλα ρέματα. Άρα θα πρέπει να περιγράφει την λεκάνη απορροής του ρέματος αυτού. Ήδη στην περιοχή που εμφανίζεται στο διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Μπάζου, ως ιδιοκτησία του Ιερού Ναού, εμφανίζεται ήδη στον χάρτη του J.A. Kaupert, άλλο ένα ρέμα και η ως άνω περιοχή κλείνει σε ένα τρίτο. Αν δούμε τη μορφολογία του εδάφους (υπάρχει έντονη πτύχωση) και συνυπολογίσουμε και την κλίμακα του χάρτη (1/25000) η οποία είναι ήδη αρκετά αφαιρετική στα στοιχεία που δύναται να απεικονιστούν σε αυτή, αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν και άλλα μικρότερα ρέματα (τουλάχιστον άλλα 2 βάση της μορφολογίας του εδάφους όπως με αφαιρετικό τρόπο απεικονίζεται στον χάρτη του J.A. Kaupert).



3.1.2. Έλεγχος Ορίων

Βόρεια και ανατολικά το περιγραφόμενο κτήμα, στο ως άνω συμβόλαιο συνορεύει με αγρούς Ζαχαρίτσα. Στο σημείο αυτό η περιγραφή των ομόρων ιδιοκτησιών ως αγρούς, περιορίζει την οριοθέτηση του υπό μελέτη κτήματος.
Στην από 28/3/1995 τεχνική έκθεση του δασολόγου Χ. Γκάτση υπαλλήλου του δασαρχείου Αιγάλεω, την υπ’ αρ. 6149/82 αγωγή του Ν. Πεντεφούντη κ.λ.π. (συν 206) κατά του Ελληνικού Δημοσίου, παρατίθενται στοιχεία για τα συμβόλαια :

 Υπ’ αρ. 19446/1843 διανεμητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κοσμά Κοκίδη. Στο συμβόλαιο αυτό οι Νικόλαος, Σταμάτιος, Χρήστος και Ευφημία τέκνα του Σπυρίδων Ζαχαρίτσα διένειμαν την πατρική περιουσία και όση απέκτησε ο Νικόλαος Ζαχαρίτσας για λογαριασμό των υπολοίπων καθώς και το μερίδιο του θανόντος αδελφού τους Ιωάννη, εκ του οποίου έλαβε τμήμα και η Τατιάνη Βαρθολομαίου Μετρούδ. Στο συμβόλαιο αυτό δεν αναφέρεται πουθενά ούτε το «Βαθύ Ρεύμα» ούτε η θέση «Πεύκα Βέρδη», αλλά ούτε και το όνομα Βέρδης. Αναφέρεται όμως ότι στη θέση Αγ. Γεώργιος, κτήμα τους συνορεύει Νότια με τα ελαιόδενδρα του Βερσή.
 Υπ’ αρ. 17514/1842 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κοσμά Κοκίδη. Οι Γεώργιος και Απόστολος Ποντίκης πώλησαν στους Αθανάσιο Ιωάννου Τσουκλίδη, Δημήτριο Πηληχό, Αθανάσιο Καματερό, Ι.Μ. Καματερό, Αναγνώστη Β. Καματερό και Γ.Δ. (Μήτρου) Καματερό, επτά τεμάχια αγρών, γεωργήσιμων και χέρσων, ευρισκόμενα εντός ενός ζευγαριού γαιών κείμενων εις το χωρίον Λεβί… , το δεύτερο τεμάχιον εις θέσην «Βαθύν Ρεύμα» συνορεύον ανατολικώς με αγρόν Αναστασίου Καποράλη, αρκτικώς με Γιάννη Κακούρη και δυτικώς με ρεύμα και με του Παναγιώτη Βέρτη αγρόν άγριον ή ήμερον, ως ευρίσκεται και καθώς τρέχει το νερό.
 Υπ’ αρ. 182/1866 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννου Βουτυρά. Σε αυτό ο Γιάννης Μήτρου Καματερός μεταβίβασε στον Αθανάσιο Ιωάννου Δημητρίου (ή Καματερός) μεταξύ των άλλων και «αγρό εις την θέση «Μάνδρα της Μήτρενας, της περιφέρειας του Δ. Αθηνών εκτάσεως εκ δύο (2) στρεμμάτων με όλου του παρακείμενου άγριου αγρού, όπερ έχει εις την κατοχήν του και κυριότητα του έκταση, ως έγγιστα 100 στρεμμάτων , συνορευόμενη προς Βορράν με Αντώνιον Κακούρη, προς Νότον με χήρα Πηλιχού, Δυτικώς με χήρα Ασημάκενα και Ανατολικώς με άγριο τόπο του χωρίου Χασιάς.
 Υπ’ αρ. 22344/1874 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλείου Λαμπρούλη. Σε αυτό ο Αθανάσιος Ι. Δημητρίου ή Καματερός μεταβιβάζει στους Ιωάννη και Δημήτριο Αθ. Τσουκλείδου μεταξύ των άλλων και εν κτήμα κοινό και αδιαίρετο μετά του Χρήστου Ζαχαρίτσα τους ανωτέρω αδερφούς Ιωάννη και Δημήτριο Α. Τσουκλείδη και λοιπούς, κείμενον εις θέσην Αγ. Νικόλαος και Μάνδρα της Μήτρενας, της περιφέρειας των Νέων Λιοσίων των Αθηνών, συγκείμενων εκ καλλιεργήσιμων γαιών και ακαλλιέργητων και συνορευόμενο όλον με το όριο Κακουργιάννος και Σπηλιά Πάλλη, Αρκτικώς με κτήματα ναού Αγ. Ιωάννου , Δυτικώς με Καλομοίρα Βέρδη και Μεσημβρινώς με όριο Μιχελή.

Από τα ως άνω συμβόλαια ο Ζαχαρίτσας φαίνεται να έχει συνορίτη κατά το έτος 1843, κάποιο Βερσή, σε κτήμα στη θέση Αγ. Γεώργιος (Κόκκινη Εκκλησία) και μάλιστα στη νότια αυτού πλευρά. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται περί παράφρασης του ονόματος Βέρδη. Από την ως άνω περιγραφή το κτήμα με τα ελαιόδεντρα αντιλαμβανόμαστε ότι βρίσκεται εκτός της διεκδικούμενης, βάση του διαγράμματος του κ. Α. Μπάζου, έκτασης πού διεκδικεί ο Ι.Ν.Θ.Ε.Λ., αλλά και οι φερόμενοι ως κληρονόμοι Βέρδη, βάση των προσκομιζομένων από αυτούς διαγραμμάτων (Κοτσιρώνη & Κυφιώτη), αφού στην περιοχή του Αγ. Γεωργίου το σύνολο των διεκδικούμενων εκτάσεων της όποιας μορφής βρίσκεται εξ’ ολοκλήρου εντός δασικής έκτασης όπως αυτή καθορίζεται στον χάρτη του J.A. Kaupert. Στην αντίθετη περίπτωση, που ο Βερσής του συμβολαίου αυτού δεν είναι παράφραση του ονόματος Βέρδη τότε ο Ζαχαρίτσας δεν είχε συνορίτη κατά το έτος 1843 συνορίτη κανένα Βέρδη. Συνορίτης Ζαχαρίτσας στην επίμαχη έκταση και μάλιστα από κοινού με Τσουκλίδη, εμφανίζεται να έχει δασική έκταση μόλις με συμβόλαιο του 1874.
Στο 17514/1842 εμφανίζεται ως συνορίτης ο Παναγιώτης Βέρτης, σε έκταση όμορη του ρέματος που όμως βρίσκεται στο πεδινό τμήμα της διεκδικούμενης περιοχής, πλησίον του ρέματος, στο όριο καλλιεργούμενης και δασικής περιοχής.
Άρα η όποια ιδιοκτησία Βέρδη βάση των ανωτέρω οφείλει να βρίσκεται σε πεδινή έκταση στοιχείο που ισχυροποιεί τον αρχικό ισχυρισμό ότι η έκταση που περιγράφεται στο συμβόλαιο 702/47 ήταν πεδινή ως όφειλε αφού περιγραφόταν ως αγρός και μάλιστα με πιθανή θέση νότια από τον Αγ. Γεώργιο (Κόκκινη εκκλησιά).

Νοτίως το συμβόλαιο που μελετάμε αναφέρει ότι το κτήμα συνορεύει με Κτήμα Χαϊδαρίου και αγρούς Δέγλερη. Ήδη η κα Παπαβασηλείου στην Τεχνική Έκθεση που παρουσίασε αναφέρει ότι δεν είναι δυνατόν να αποφανθεί «για την εφαρμογή του ορίου μεταξύ του Κτήματος Χαϊδαρίου και του Κτήματος Πεύκα Βέρδη». Επίσης η μορφή και κύρια το ανατολικό όριο του κτήματος Χαϊδαρίου όπως αυτό εμφανίζεται στα διαγράμματα εφαρμογής της κας Παπαβασηλείου και αυτά του δασολόγου Χ. Γκάτση (είναι αυτό που εμφανίζεται στα διαγράμματα εφαρμογής που συνοδεύουν την παρούσα έκθεση) είναι διαφορετικό (Τ.Δ.1). Στα πλαίσια της παρούσας μελέτης δεν κατέστη δυνατόν να ελεγχθούν τα όρια του κτήματος Χαϊδαρίου, και έτσι να διευκρινιστεί η ως άνω διαφοροποίηση των ορίων αυτού. Η παράθεση στα οικία διαγράμματα, του εμφανιζόμενου στα διαγράμματα του κ. Χ. Γκάτση, σε καμιά περίπτωση δεν έγινε γιατί προκρίνεται αυτό ως ορθό αλλά για να επισημανθεί η ως άνω ασάφεια.
Οι περιγραφές στις δύο αγωγές (1844 και 1846), που περιγράφονται στην τεχνική έκθεση της κας Παπαβασηλείου, αφορούν και οι δύο το νότιο όριο του προς μελέτη ακινήτου, αφού αυτές αναφέρονται στον Μιχαήλ Δέγλερη ο οποίος είναι ο νότιος συνορίτης βάση συμβολαίου. Εικάζω ότι η θέση Αγ. Βασίλειος αφορά την θέση που σήμερα είναι η εκκλησία του Αγ. Βασιλείου στο Δ.. Περιστερίου. Η θέση αυτή εμφανίζεται στα οικία διαγράμματα εφαρμογής , και είναι διαφορετική από αυτή που εμφανίζεται στο διάγραμμα του κ. Μπάζου. Στο τελευταίο εμφανίζεται 280 μ. δυτικότερα, από αυτή που παρουσιάζεται στα οικία διαγράμματα και στις δύο όμως περιπτώσεις, η θέση αυτή βρίσκεται σίγουρα νότια του Αγ. Γεωργίου. Στην περιοχή αυτή όμως, όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω υπήρχε ο ελαιώνας κάποιου Βερσή. Υπάρχει λοιπόν πιθανότητα η αναφορά στις ανωτέρω αγωγές να αφορά τον ελαιώνα αυτό και όχι την διεκδικούμενη έκταση. Ακόμα όμως και στην αντίθετη περίπτωση βάση της αγωγής Μιχαήλ Δέγλερη κατά Α.Φ.Μπανάλου-Ι.Γ. Παντελέοντος , βάση των συμπερασμάτων της κας Παπαβασιλείου στην τεχνική έκθεση της, το κτήμα εκτείνεται ανατολικά και βόρεια. Παραμένει αδιευκρίνιστο πως είναι δυνατόν να φθάνει και να συνορεύει με το κτήμα Χαϊδαρίου ακόμα και με την όποια από τις δύο εκδοχές των ορίων αυτού.
Στην από 28/3/1995 τεχνική έκθεση του δασολόγου Χ. Γκάτση υπαλλήλου του δασαρχείου Αιγάλεω, την υπ’ αρ. 6149/82 αγωγή του Ν. Πεντεφούντη κ.λ.π. (συν 206) κατά του Ελληνικού Δημοσίου, παρατίθενται στοιχεία για τα συμβόλαια :
 Υπ’ αρ. 1156/1848 διανεμητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Π. Πούλου. Σε αυτό αναφέρεται ότι οι αδερφοί Μήτρος, Κόλιας και Γιάννης Αργυρίου Βέρδη, η Σιδερή χήρα Σιδερή Στουραϊτη, κόρη Αργυρίου Βέρδη διένειμαν την πατρομητρική κληρονομιά περιουσίας των, μεταξύ της οποίας αναφέρεται, αγρός εις θέση Χαϊδάρι, ως τρέχουν τα νερά. Η ανωτέρω έκταση προσδιορίζεται ανατολικά και σε επαφή με το κτήμα Χαϊδαρίου, στην ευρύτερη περιοχή «Πεύκα Βέρδη».
 Υπ’ αρ. 234/1865 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αντωνίου Βελισσαρίου. Σε αυτό ο Π. Λάζαρης μεταβιβάζει στον Ν.Α. Νάζο το κτήμα Χαϊδάρι, πέντε ζευγαριών, συνορευόμενο «εκ του εξέρχεσθαι των Αθηνών από ανατολάς με σταθμό Μελισσίων, Κουτσογιάννη Νίκα και αγρός από Βορρά αγρός Απήδη και Γερογιαννένας και αγρός Κασκανδάμη μέχρι κορυφής του βουνού, από δυσμάς το βουνό Στέφανος και δια του ρέματος των υδάτων μέχρι των αγρών της Δάφνης, από το νότο το μοναστήριο και διά των αγρών της Δάφνης από το καμίνιο της ασβέστου μέχρι του Ηλία.
 Υπ’ αρ. 949/1889 συμβόλαιο πλειστηριασμού του συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Δ. Τσόκα. Σε αυτό η Εθνική Τράπεζα Ελλάδος συνεψήφισε το εκπηστηρίασμα εκ του όλου κτήματος Χαϊδαρίου που ορίζεται Αρκτικώς κορυφογραμμή του όρους Αιγάλεω Δυτικώς με Εθνικάς Γαίας και Παραμυθιώτου νυν δε Χωρέμη, Βασιλείου Θεολόγη και λοιπών μεσημβρινώς με Ιερά Οδόν Ανατολικώς με γαίες Σ. Κούβελου Σπυρ. Γκρίτση κληρονόμων Βέρδη (κληρονόμων Αργύρη Βέρδη) Μενζελίδου και Δ. Καλλιφρονά και εκείθεν με κορυφή γήλοφου κειμένων ανατολικώς της προς βορράν βαίνουσης οδού.

Βάση των ως άνω συμβολαίων το κτήμα Χαϊδαρίου, δεν συνορεύει με το κτήμα «Πεύκα Βέρδη» αλλά οι κληρονόμοι του Αργύρη Βέρδη, οι οποίοι ουδεμία σχέση έχουν με τον Πανούση Βέρδη.
Στην ίδια τεχνική έκθεση αναφέρονται και τα κάτωθι συμβόλαια:

 Υπ’ αρ. 79/1841 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κ. Δασκαλόπουλου. Σε αυτό οι Δέγλερης - Καραγιάννης αγόρασαν από τον Αρμπόδιο Μπότσαρη τα κτήματα της Χανούμης. Σε αυτό δεν αναφέρεται ως συνορίτης ο Βέρδης. Υπάρχει σε αυτό αναφορά σε τεμάχιο «κείμενο εις Αγ. Γεώργιο, συνεχόμενο βουνό συνορεύον με Μιχαήλ Δέγλερη, από των δύο μερών με Γιάννη Βασίλη, με Δέρβην και με δρόμο «Βαθύ Ρέματος». ο ως άνω Δέρβις αναφέρεται ο Βεϊζ Δερβις Αγάς και όχι ο Βέρδης.
 Υπ’ αρ. 14198/1846 απόφαση Πρωτοδικίου Αθηνών σε αντιδικία μεταξύ Σπύρου Καραγιάννη και Μιχαήλ Δέγλερη κατά Δ. Καλλιφρονά αναφέρεται ότι οι γαίες αυτές συνορεύουν Ανατολικώς με Μ. Δοντά , Σιδερήν , Γκιόσην, Γιάννη Βασίλη και Αθ. Λιόσην, Αρκτικώς με Βέρδη, Μεσημβρινώς με Π. Λάζαρη και δυτικώς με βουνό Στεφάνι.
 Υπ’ αρ. 11430/1883 διανεμητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Θωμά Κροντηρά. Σε αυτό οι αδελφοί Δέγλερη διανέμουν την περιουσία του πατέρα τους Μιχαήλ Δέγλερη. Μεταξύ αυτής είναι και «εν αγρός χέρσος πετρώδης εκ 200 ως έγγιστα στρ. γύρωθεν με Βέρδενα και Νάζου». Σε άλλο σημείο του συμβολαίου ορίζεται ως πατρικός αγρός πετρώδης και ακαλλιέργητος, βουνό όστις ενοικιάζεται ως λειβάδιον κείμενος προς την αρκτική πλευρά της οδού αγούσης από Κολοκυνθούς εις Αγ. Βασίλειο.
 Υπ’ αρ. 19787/1889 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Παναγιώτου Ν. Παππαδιαμαντοπούλου. Σε αυτό οι Αγγελής και Αργύρης Καραγιάννης ενοικιάζουν στους Γεώργιο Χ. Κοράκη και Βασίλειο Κούτραν το εις θέση «Άσπρα Χώματα» των Αθηνών κείμενον λειβάδιον , έχων τα εξής όρια γύρωθεν με μονοπάτι, με οδούς με Κασκαντάμη με Αγ. Γεώργιο, με κόκκινη Εκκλησιά (Αγ. Γεώργιος παρά το Βαθύ Ρέμα) και εθνικούς αγρούς με Βέρδηνα και με Νάζο.

Βάση των ως άνω συμβολαίων το 1841 τα κτήματα Δέγλερη – Καραγιάννη και Βέρδη δεν είχαν επαφή. Στο συμβόλαιο του 1883 το κτήμα των Δέγλερη Καραγιάννη χωροθετήται βορείως οδού η οποία είναι αυτή που διέρχεται από τον Αγ. Βασίλειο. Επίσης το κτήμα αυτό δεν μπορεί να είναι πιο κάτω από τον Αγ. Βασίλειο λόγω της περιγραφής του εδάφους του ακινήτου, όπου περιγράφεται πετρώδης ενώ νοτιοανατολικά του Αγ. Βασιλείου σύμφωνα με τον χάρτη του J.A. Kaupert ήταν καλλιεργημένες ή καλλιεργήσιμες γαίες.
Παρατηρούμε επίσης ότι τα όρια μεταξύ των κτημάτων μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου.

Δυτικά η περιγραφόμενη στο 702/’47 έκταση βάση συμβολαίου συνορεύει με το κτήμα Στεφάνη. Βάση των διαγραμμάτων που συνοδεύουν την παρούσα έκθεση, αλλά και αυτών της κας Παπαβασιλείου, λόγω της ύπαρξης του κτήματος Χαϊδαρίου, ανεξαρτήτως των δύο εκδοχών του ανατολικού του ορίου όπως προαναφέρθηκε, στο βαθμό που στο 702/’47 συμβόλαιο ως κτήμα Στεφάνη εννοούνταν το οριοθετημένο, ως παρουσιάζεται στα ανωτέρω διαγράμματα Κτήμα Στεφάνι η μόνη περίπτωση να συνορεύει είναι στον ορεινό όγκο του Ποικίλου όρους, ή με βάση την χρησιμοποιούμενη τότε ονομασία του συνόλου του ορεινού όγκου Βουνό Στεφάνι. Ήδη στο προαναφερθέν συμβόλαιο 234/1865 αναφέρεται για δυτικό όριο του κτήματος Χαϊδαρίου το βουνό Στέφανος. Στην από 28/3/1995 τεχνική έκθεση του δασολόγου Χ. Γκάτση υπαλλήλου του δασαρχείου Αιγάλεω, την υπ’ αρ. 6149/82 αγωγή του Ν. Πεντεφούντη κ.λ.π. (συν 206) κατά του Ελληνικού Δημοσίου, αναφέρεται ότι στον χάρτη της περιοχής Αθηνών, του Jean Adolphe Sommer, από το βιβλίο F. Stademann, Panorama von Athen, Μόναχο 1841, το Ποικίλο όρος αναφέρεται ως STEPHANI VOYNI (Στεφάνι Βουνό). Για το λόγω αυτό αλλά και μετά την εξέταση των ομόρων ιδιοκτησιών βάση των συμβολαίων που παρατέθηκαν ανωτέρω, ο κ. Χ. Γκάτσης στην ως άνω έκθεσή του θεωρεί πιθανό ως κτήμα Στεφάνι στο 702/’47 συμβόλαιο να αναφέρεται το βουνό Στεφάνι.

3.1.3. Συμπεράσματα ελέγχου συμβολαίου υπ’ αρ. 702/11-5-1847

Βάσει των ως άνω συμβολαίων συμπεραίνουμε ότι αφού το κτήμα έχει βόρειο και ανατολικό όριο τους αγρούς Ζαχαρίτσα και με βάση το συμβόλαιο διανομής (1843) των κληρονόμων του Σπυρίδωνος Ζαχαρίτσα στο οποίο αναφέρεται ότι στη θέση Αγ. Γεώργιος, κτήμα τους συνορεύει Νότια με τα ελαιόδενδρα του Βερσή. Άρα το κτήμα Βέρδη που περιγράφεται στο 702/47, ταυτίζεται με το κτήμα Βερσή στην περιοχή Αγ. Γεωργίου και νοτίως της δασικής έκτασης.
Βάση του συμβολαίου 17514/’42 ο Παναγιώτης Βέρτης έχει αγρό ήμερο και άγριο με όριο ρέμα ενώ είτε ανατολικά του ρέματος είτε στη συνέχεια αυτού ο ως άνω αγρός συνορεύει τότε με αδερφούς Ποντίκη και κατά το έτος σύνταξης του προς μελέτη συμβολαίου με τους αγοραστές αυτών (Πηλιχό, Τσουκλίδη και Καματερούς).
Αν το ακίνητο του Στάμου Βέρδη που περιγράφεται στο 702/’47 συμβόλαιο, ήταν αυτό που περιγράφεται στο υπ’ αρ. 17514/’42 συμβόλαιο θα αναμενόταν, λόγω του χαρακτηριστικού φυσικού ορίου προς τα ανατολικά που θα είχε, δηλαδή του ρέματος αυτό θα αναφερόταν στο συμβόλαιο και ακόμα προς τα ανατολικά θα είχε συνορίτες κατά τον χρόνο σύνταξης του συμβολαίου τους αγοραστές των αδερφών Ποντίκη. Επίσης λόγω της επαφής του εξεταζόμενου ακινήτου ιδιοκτησίας Στάμου Βέρδη με το ρέμα , ο βόρειος συνορίτης, θα έπρεπε να βρισκόταν ανατολικά του ρέματος. Δηλαδή ο Ζαχαρίτσας θα έπρεπε να βρίσκεται ανατολικά του ρέματος. Γνωρίζοντας όμως ότι το κτήμα του Ζαχαρίτσα βρισκόταν στην περιοχή του Αγ. Γεωργίου, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι είτε οι δύο εκτάσεις είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, είτε ότι το εν λόγω ρέμα δεν είναι το «βαθύ ρεύμα», αλλά κάποιο άλλο νοτιοδυτικότερα αυτού. Στην τελευταία όμως περίπτωση αφού υπάρχουν ο βόρειος και οι ανατολικοί συνορίτες, το κτήμα του Στάμου Βέρδη δεν έρχεται σε επαφή με το «Βαθύ Ρεύμα». Η περιγραφή άγριου και ήμερου αγρού της ιδιοκτησίας του Πανούση Βέρδη, πιθανόν και στο βαθμό που είναι διαφορετικά τα κτήματα στα δύο συμβόλαια, το δεύτερο, δηλαδή αυτό που περιγράφεται στο υπ’ αρ. 17514/’42 συμβόλαιο να είναι βόρεια του Αγ. Γεωργίου και άρα εντός της δασικής έκτασης, είτε τμήμα αυτού να βρίσκεται εντός της δασικής ως άνω έκτασης όπως αυτή παρουσιάζεται στον χάρτη του J.A. Kaupert, έτσι ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός άγριος και ήμερος.
Ακόμα και αν ο ως άνω συλλογισμός δεν είναι ορθός, δηλαδή ο Βερσής δεν ταυτίζεται με τον Βέρδη, τότε αφού στο διανεμητήριο συμβόλαιο δεν εμφανίζεται πουθενά άλλου Βέρδης, τότε θα πρέπει να υποθέσουμε ότι σε κάποιο από τα κτήματα που διένειμαν οι κληρονόμοι του Σπυρίδωνα Ζαχαρίτσα περιγράφονται λάθος οι συνορίτες . Σε αυτή την περίπτωση όμως αφού ο Ζαχαρίτσας κατά τον χρόνο σύνταξης του συμβολαίου 702/’47, όπως παρουσιάσθει ανωτέρω δεν είχε τμήμα ή όλον κτήματος σε ορεινή έκταση, και το βόρειο και ανατολικό κτήμα του Στάμου Βέρδη ήταν αγροί δηλαδή πεδινές εκτάσεις, το ως άνω κτήμα δεν μπορεί να φθάνει στην κορφή Ζαχαρίτσα, αλλά το πολύ να εκτείνεται στο πεδινό τμήμα της δασικής έκτασης όπως αυτό παρουσιάζεται στο διάγραμμα Τ.Δ.1. και άρα στην περίπτωση αυτή το δυτικό όριο είναι το βουνό Στεφάνι, με τον συλλογισμό που προαναφέρθει ανωτέρω. Στην περίπτωση που το κτήμα εκτεινόταν ακόμα περισσότερο δυτικά, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να φθάνει στην κορυφή Ζαχαρίτσα και να περικλείει το σύνολο της λεκάνης απορροής του «Βαθύ Ρεύματος», γιατί τότε δεν θα ίσχυαν τα όσα προαναφερθήκαν για το βόρειο όριο του κτήματος, αλλά το πολύ να ήταν νοτίως του συμπλέγματος του ρέματος όπως αυτό παρουσιάζεται στο Τ.Δ.1. Στην περίπτωση όμως αυτή θα έπρεπε να περιγράφεται τμήμα του βόρειου ορίου ως εθνικές γαίες γεγονός που δεν συμβαίνει και σε καμιά περίπτωση περιοχή όπως αυτή με κλίσεις έως και 45% δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί ως αγρός.
Τέλος για να σχολιάσουμε τα υπόλοιπα σύνορα θα πρέπει να δούμε την φύση της περιοχής μελέτης, και τα βασικά στοιχεία της περιόδου που συντάχθηκε το αρχικό συμβόλαιο, από το οποίο πηγάζει το σύνολο των διεκδικήσεων ιδιωτών στην περιοχή, μελέτης.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση 64/’90 βάση των άρθρων 1 & 3 του Διατάγματος (Νόμου) της 17/29-11/1836 ορίζονται ότι «ιδιωτικά δάση μεταξύ των δασών του Βασιλείου, θεωρούνται μόνο εκείνα όσα δι’ εγγράφων , εκδιδομένων κατά τους νομίμους τύπους από τας αρμόδιας τουρκικάς αρχάς, αποδειχθώσιν ότι υπήρχων και πριν της αρχής του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος ιδιοκτησίαι πλήρεις ιδιωτών. Προσέτι ως δάση ιδιωτικά θέλουν θεωρήσθαι αναμφισβητήτως και τα κείμενα εις όσα ιδιωτικά χωρία (τσιφλίκια) δεν αναφέρουν μεν τα νόμιμα έγγραφα ονομαστί, τα εμπεριεχώμενα εις αυτά δάση προϋποτιθεμένου ότι κείνται αληθώς εντός των ακριβώς αποδειχθέντων ορίων του ιδιωτικού κτήματος (τσιφλικιού), επομένως σχηματίζουν αναγκαίον και φυσικό συστατικό μέρος αυτού.» Στη συνέχεια ορίζει την διαδικασία με παράθεση στοιχείων στην «ημετέραν επί των Οικονομικών Γραμματεία» των νομίμων τίτλων ιδιοκτησίας σε χρονικό διάστημα ενός έτους και σε περίπτωση ελλείπων νομικών αποδείξεων αποπέμψει αυτάς εις τα αρμόδια Δικαστήρια. Παρελθούσης της ως άνω προθεσμίας, θεωρούνται όλα τα δάση περί των οποίων δεν παρουσιασθώσιν, οι ως άνω απαιτούμενοι τίτλοι ως αδιαφιλονίκητα εθνικά και θέλουν διατίθενται ως ταύτα (άρθρο 2). Σε άλλο σημείο αναφέρει ότι για να «έχει εξάλλου κύρος κατά τον Οθωμανικό νόμο η παρά του Δημοσίου μεταβίβαση δασών προς ιδιώτες, απαιτείται η έκδοση ταπίου και μεταγραφή στο Κτηματολόγιο.».
Στο βασιλικό διάταγμα της 15-12-1833 περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα Εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου στο άρθρο 1 αναφέρεται «όλα τα λειβάδια δια την επικαρπία των οποίων δεν έχει τις να παρουσιάσει έγγραφο (ταπί) εκδοθέν επί τουρκικής εξουσίας, θεωρούνται ως δημόσια και η νομή αυτών μένει ως μέχρι τούδε εις το Δημόσιο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην από 13/8/74 έκθεση του δασολόγου επί 2ο βαθμώ Α. Τουρνά, αναφέρεται ότι έγινε έλεγχος σε ότι αφορά παλαιότερο ισχυρισμό των κληρονόμων Βέρδη, περί παραχωρήσεως του ακινήτου παρά του δημοσίου , για την συνεισφορά του Πανούση Βέρδη στον περί ανεξαρτησίας αγώνα και αποδείχθηκε αναληθής. Χαρακτηριστικά αναφέρει …«οι Βερδέοι εγκαταστάθησαν καταλάβοντες το κτήμα επαναστατικώ δικαίω, με το δίκαιο του ισχυρότερου.». Ας σημειωθεί ότι στον κώδικα του νοταρίου Π Πουλου, που εκδόθηκε από τον Γ.Α. Πετρόπουλο στην Αθήνα το 1957, και περιέχει τα συμβόλαια του, που συνέταξε κατά την περίοδο 1822 έως 1833, δεν αναφέρεται πουθενά κανένας Βέρνης είτε ως συμβαλλόμενος , είτε ως συνορίτης, καθώς και το τοπωνύμιο «Πεύκα Βέρδη», ενώ αναφέρονται οι Δέγλερη, Καραγιάννης , Ζαχαρίτσας, δηλαδή οι συνορίτες του Βέρδη στα μετέπειτα συμβόλαια αυτού.
Η περιοχή πού διεκδικεί σήμερα τόσο ο Ιερός Ναός , αλλά και οι διάφοροι κληρονόμοι του απώτερου δικαιοπάροχου Στάμου Βέρδη όπως αυτές εμφανίζονται στα Δ.Ε 2 & 4 που συνοδεύουν την παρούσα τεχνική έκθεση κατά το μεγαλύτερο μέρος αυτών βρίσκονται εντός δασικής περιοχής βάσει του χάρτη του J.A. Kaupert, συμπεριλαμβανομένης και της έκτασης των 433 περίπου στρεμμάτων. Βάσει των ανωτέρω το αρχικό συμβόλαιο είτε αναφέρεται σε αγροτική περιοχή (αγρό καλλιεργήσιμο και μη καλλιεργήσιμο) και άρα νομιμοποιείται η ιδιοκτησία επί αυτής της έκτασης , είτε αναφέρεται σε τμήμα της δασικής έκτασης και άρα δεν νομιμοποιείται η όποια κτήση επί αυτής αφού ουδέποτε, ο Στάμος ή ο Πανούσης Βέρδης ακολούθησε την διαδικασία που προέβλεπε ο νόμος όπως περιγράφει ανωτέρω.
Επιπρόσθετα στοιχεία σε ότι αφορά τον χαρακτήρα και τη βλάστηση της ως άνω περιοχής είναι τα ακόλουθα :
 Το 1905 η ως άνω έκταση κατεγράφη στο κτηματολόγιο των εθνικών δασών (σελ.22)
 Με την υπ’ αρ. 108424/1934 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας το σύνολο της ανωτέρω έκτασης κηρύσσεται αναδασωτέα και απαγορεύεται η βοσκή, εκχέρσωση και υλοτομία χωρίς κανένας από τους διεκδικητές αυτής να προσφύγει κατά της ως άνω απόφασης
 Από τις αεροφωτογραφίες που παρατίθενται (Δ.Ε.3) του 1945 η εναπομένουσα αμιγώς ορεινή περιοχή, συμπεριλαμβανομένης και της έκτασης των 433 στρ. είχε δασικό χαρακτήρα.
 Η περιγραφή στην από 13/8/74 έκθεση του δασολόγου επί 2ο βαθμώ Α. Τουρνά, τόσο του χαρακτήρα της εν λόγω έκτασης, αλλά και του τρόπου με τον οποίο ενέργησε το δασαρχείο και το Υπ. Γεωργίας ως οι καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες για την προστασία της δημόσιας Δασικής περιουσίας κατά την επέκταση του σχεδίου πόλεως Πετρούπολης, στην οποία συμπεριληφθήκαν τα 433 στρέμματα.
 Τέλος από τις αεροφωτογραφίες που παρατίθενται (Δ.Ε.5) του 2005 η εναπομένουσα μη δομημένη η οποία είναι τμήμα της αμιγώς ορεινής περιοχής, και τμήμα της έκτασης των 433 στρ. έχει δασικό χαρακτήρα και μάλιστα κομμάτι αυτής έχει συστάδες με μεγάλα πεύκα όπως παρουσιάζεται στο τεύχος της φωτογραφικής τεκμηρίωσης.

Σε ότι αφορά τη χρήση της περιοχής αυτής στην από 13/8/74 έκθεση του δασολόγου επί 2ο βαθμώ Α. Τουρνά, αναφέρεται ότι
«συμφώνως με παμπάλαιον πανελλήνιον έθιμο οι κατέχωντες τον κάμπο , δηλαδή τα πεδινά χωράφια εξουσίαζαν βέβαια και το βουνό. Εκεί κατέφευγαν οι όμοροι για την βοσκή των ζώων τους, δι’ αναζήτησης ολίγης ξυλείας δια τας ελάχιστας πρωτόγονους ανάγκας τους και δια κάυσιμον ύλη. Εις το ίδιο βουνό βέβαια κατέφευγον και όσοι συντοπίται δεν είχαν δικό τους βουνό.» και παρακάτω επισημαίνει ότι «μετά την αποχώρηση των Τούρκων, οι ολίγοι επικρατήσαντες δυναμικού πολίτες είχον στη διάθεσή τους τόσον τεραστίας εις έκτασην γαίας ώστε μόνον ένα ελάχιστο ποσοστό τούτων ηδύνατο να καλλιεργούν με τα εις την διάθεσήν τους ολίγα πρωτόγονα μέσα, ενώ η μεγάλη έκτασης έμεινε χέρσος και χρησιμοποιείτο ως λειβάδιον.». Ταυτόχρονα όμως με τα ανωτέρω παρατηρεί ότι η ως «άνω εξουσία του βουνού δεν αποτελεί πλήρη ιδιοκτησία». Για το θέμα αυτό θα αναφερθούμε αναλυτικότερα πιο κάτω στην παρούσα .
Βάση των ανωτέρω, σε μια έκταση η οποία δεν είναι καλλιεργήσιμος αλλά λόχμη (δάσος αείφυλλων, πλατύφυλλων), και έχει την ως άνω χρήση όπως περιγράφει ο δασολόγος Α. Τουρνάς, έχοντας κάποιον αγρό στην καλλιεργημένη περιοχή κάποιος, όμορο της λόχμης, χωρίς όμως όπως αναφέρει ο κ. Τουρνάς, αυτό να είναι και προϋπόθεση, ήταν σύνηθες να μεταβιβάζει, πωλεί, ενοικιάζει ή εκτελεί την όποια πράξη διακατοχής, επί εκτάσεως που βάση νόμου είναι δημόσια και όχι ιδιωτική, όπως περιγράφει ανωτέρω. Τελικά υπερίσχυε ο πιο «δραστήριος», με όποια μετάφραση δίνεται επ’ αυτού.
Υπό το πρίσμα αυτό είναι δυνατό να εξηγήσει κάποιος τις μεταβολές των συνόρων όπως αυτές παρουσιάζονται στα συμβόλαια και δικαστικές αποφάσεις των νοτίως όμορων ιδιοκτησιών του κτήματος που περιγράφεται στο συμβόλαιο 702/’47. Από τα συμβόλαια που παρέθεσα ανωτέρω και αφορούν το όριο αυτό οι νότιοι νοτιοδυτικοί συνορίτες του ως άνω κτήματος είναι οι Δέγλερη - Καραγιάννη και όχι το κτήμα Χαϊδαρίου. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε τόσο ο κ. Τουρνάς στην έκθεση του, η απόφαση…….’69, αλλά και η 7636/1996 απόφαση του εφετείου Αθηνών. Η οριοθέτηση της ως άνω έκτασης Καραγιάννη – Δέγλερη, με βάση τα διαθέσιμα έως τώρα στοιχεία και μάλιστα με τον έμμεσο τρόπο ανίχνευσής τους που ακολουθήθηκε (λόγω χρόνου), σε αυτή τη φάση είναι αδύνατη. Βάση των περιγραφών στα συμβόλαια που παραθέτονται η έκταση αυτή φαίνεται να είναι δυτικά – βορειοδυτικά του Αγ. Βασιλείου.
Για το δυτικό όριο, το οποίο είναι άμεσα συνδεδεμένο με το βόρειο σύνορο, ισχύει ότι αναφέρθηκε ανωτέρω.
Κλείνοντας το σχολιασμό του συμβολαίου υπ αρ. 702/’47 οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι είναι αδύνατη η εφαρμογή του, λόγω της φύσης των συνόρων τα οποία κάθε άλλο παρά σταθερά είναι, σε μια περίοδο που όπως αναφέρει ο κ. Τουρνάς στην έκθεση του ίσχυε το δίκαιο του ισχυρότερου, για περιοχές με χρήσεις ως περιγράφει. Παρά το γεγονός ότι το 702/1847 αναφέρεται σε αμιγώς αγροτική έκταση , υπάρχει η πιθανότητα το υπ’ αρ. 17514/1842 συμβόλαιο να αναφέρεται σε δασικές εκτάσεις που χρησιμοποιούσε ο Παναγιώτης Βερτής ως βοσκοτόπια. Η ως άνω πιθανότητα δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθεί , πολύ περισσότερο να προκριθεί έναντι όποιας άλλης, είναι όμως ενδεικτική της υπάρχουσας ασάφειας και αδυναμίας οριοθέτησης του ως άνω κτήματος.

3.2. 618/18-4-1873 ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΥΠΟΘΗΚΗΣ του ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΜΠΟΥΡΝΙΑ
&
1033/25-4-1883 ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΔΙΑΘΗΚΗΣ του ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΙΩΑΝΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ


3.2.1. Στοιχεία συμβολαίου 618/18-4-1873
Στο ως άνω συμβόλαιο η Καλομοίρα χήρα Ασημάκου Βερτή, το γένος Πανούση Βέρδη, προς εξασφάλιση δανείου 700 δραχμών το οποίο έλαβε από τον Δημήτριο Καλλιφρονα, Υπουργό Εκκλησιαστικών, υποθήκευσε «το κατά περιφέρειαν των νέων Λιοσίων των Αθηνών, ιδιοκτητών λειβάδιον της και ζευγαρότοπο καλλιεργημένο και μη μεθ’ όλης της περιοχής του… όσης εκτάσεως εστί, συνορευόμενον
 ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΣ : με αγρούς Ζαχαρίτσα και κληρονόμους Αθανασίου Τσουκλίδου και βαθύ ρεύμα (το τελευταίο αναφέρεται στην έκθεση της κας Παπαβασιλείου).
 ΒΟΡΕΙΑ : με όρια του χωριού Χασιάς
 ΔΥΤΙΚΑ : με όρια των δημοσίων κτημάτων Στεφάνη
 ΝΟΤΙΑ : με αγρούς Μιχαήλ Δέγλερη και Αγγελή Καραγιάννη
Στο ως άνω συμβόλαιο συμμετέχει ως εγγυητής ο Ιωάννης Μπιζάνης, ενώ από το κείμενό του προκύπτει ότι «τα όρια και η έκταση του υποθηκευόμενου κτήματος είναι δυνατόν να μην έχουν περιγραφεί καλώς..», ως αναφέρει η απόφαση υπ’ αρ. 64/1990.

3.2.2. Στοιχεία συμβολαίου 1033/25-4-1883
Με βάση την ως άνω διαθήκη η Καλομοίρα χήρα Ασημάκη Βερτή το γένος Παναγιώτη (Πανούση) Βέρδη κατέλειπε το συγκεκριμένο κτήμα της εκτάσεως 1000 παλαιών στρεμμάτων, στα τρία από τα τέσσερα τέκνα της και όρισε να λάβει
 Ο Θοδωρής μόνο 100 στρέμματα « προς το μέρος κάτω Βαθύ Ρεύμα κατά το πεζούλι στο μονό πεύκο, συνορευόμενο στο μέρος αυτό με τον Ιωάννη και Δημήτριο Τσουκλίδη, να εύρει καθώς υπάγει το μονοπάτι κατά την Κόκκινη Εκκλησιά» και είκοσι Αίγας. Αναφέρει δε ότι δεν του αφήνει τίποτε άλλο γιατί «πολλά πράγματα του έχω αφήσει… και μάλιστα με έχει πολύ πικράνει και δαρμένη».
 Η Καλή την οποία είχε ήδη προικίσει κατά το έθιμο του τόπου της αφήνει 1500 δραχμές, αν ο άνδρας της πληρώση το χρέος αυτής (700 δρχ.) εις τον Δ. Καλλιφρονά ή 800 δρχ. αν δεν τις πληρώσει και υποχρεωθεί η ίδια να καλύψει το χρέος.
 Η Παναγιώτα (Φιλίππου) 10 στρέμματα χωράφι πλησίον του υιού της Θοδωρή «από το ένα μέρος ως το άλλο,
 Ο Παναγής όρισε να πάρει την υπόλοιπη περιουσία της κινητή και ακίνητη.


3.2.3. Έλεγχος Ορίων & Συσχετισμός με αυτά του Συμβολαίου 702/1847.
Στο συμβόλαιο 618/’73 αναφέρεται το κτήμα ως «λειβάδι και ζευγαρότοπος καλλιεργημένο και μη», ενώ στο συμβόλαιο 702/’47 ως «αγρός καλλιεργημένο και μη». Η έννοια του αγρού καλλιεργημένου και μη, γενικά ταυτίζεται με αυτή του ζευγαρότοπου καλλιεργημένου και μη . Από την ως άνω περιγραφή είναι σαφές ότι στο βαθμό που το ένα συμβόλαιο αποτελεί συνέχεια του άλλου, υπάρχει τουλάχιστον όσον αφορά τη φύση αλλά και χρήση του κτήματος, διαφορά κατά ένα λειβάδι.
Οι διαφοροποιήσεις των συνόρων παρουσιάζονται αναλυτικά παρακάτω.

 βόρειο σύνορο τα όρια του χωριού Χασιάς ενώ στο 702/’47 οι αγροί Ζαχαρίτσα
 ανατολικό σύνορο με αγρούς Ζαχαρίτσα και κληρονόμους Αθανασίου Τσουκλίδου και βαθύ ρεύμα, ενώ στο 702/1947 με αγρούς Ζαχαρίτσα, ενώ το βαθύ ρεύμα αναφέρεται ως θέση.
 νότιο σύνορο με αγρούς Μιχαήλ Δέγλερη και Αγγελή Καραγιάννη, ενώ στο συμβόλαιο 702/1947 με κτήμα Χαϊδάρι & αγρούς Δέγλερη
 δυτικό σύνορο με όρια των δημοσίων κτημάτων Στεφάνη, ενώ στο συμβόλαιο 702/1947 με κτήμα Στεφάνη.

Η ως άνω σύγκριση κάνει φανερή την διαφοροποίηση των ορίων πού εμφανίζονται στα δύο συμβόλαια. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην διατύπωση που περιελήφθη στην απόφαση 64/1990 του Εισαγγελέα Εφετών κ. Σανιδά «είναι αμφίβολο εάν το υπ’ αρ. 618/1873 συμβόλαιο αποτελεί συνέχεια του υπ’ αρ. 702/1847 συμβολαίου.
Στην έκθεσή της η κα Παπαβασιλείου παρατηρεί παρ’ όλα αυτά ότι στο ως άνω συμβόλαιο τα όρια συγκεκριμενοποιούνται. Εικάζει δε ότι το όριο του χωριού Χασιάς είναι το αρχαίο τοίχος, το οποίο βρίσκεται έως και 560 μ. εντός του ορίου του δημοσίου Κτήματος Στεφάνη, βάση του διαγράμματος που η ίδια παρέθεσε, ενώ ταυτόχρονα είναι έως και 622 μ. μακρύτερα από τα όρια της διεκδίκησης του ιερού ναού, όπως αυτή παρουσιάζεται στο διάγραμμα του κ. Α. Μπάζου. Ταυτόχρονα στην περιοχή αυτή δεν παρατίθεται κανένα στοιχείο που να εμφανίζει ιδιοκτησία των κληρονόμων Ζαχαρίτσα. Τέλος βάση του 22344/2-10-1874, η ορεινή έκταση που παρουσιάζεται να έχει ο Χρήστος Ζαχαρίτσας είναι Ανατολικά βορειοανατολικά ενώ ως αναφέρθει κατά το έτος σύνταξης του συμβολαίου 702/1847, ο Ζαχαρίτσας δεν είχε στην κτήση του ορεινή έκταση αλλά αγρούς και σε καμία περίπτωση το βόρειο τμήμα του κτήματος ως περιγράφεται, είτε αυτό που παρουσιάζεται στο διάγραμμα του κ. Μπάζου , είτε στην περιοχή του αρχαίου τοίχους μπορεί να θεωρηθεί αγρός.
Σε ότι αφορά το νότιο σύνορο, εδώ δέχεται η Καλομοίρα Βερτή, ότι το ως άνω κτήμα δεν συνορεύει με το κτήμα Χαϊδαρίου. Μελετώντας το 702/1847 συμβόλαιο το είχαμε επισημάνει και αποδείξει, βάση των συμβολαίων των ομόρων ιδιοκτησιών. Επίσης την ύπαρξη μεταξύ κτήματος Βέρδη και κτήματος Χαϊδαρίου, ιδιοκτησίας Νάζου που έχει χαρακτηριστεί ως ιδιωτική και έκτακτη, διεκδικούμενη από Δέγλερη – Καραγιάννη, επισημαίνεται και στην 7636/1996 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Σε ότι αφορά το ανατολικό όριο οφείλουμε να επισημάνουμε την ύπαρξη, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, του 17514/1842 συμβολαίου βάση του οποίου ο Αθανάσιος Τσουκλίδης είχε στην κατοχή του αγρό, παραπλεύρως του ρέματος ως αναφέρθει, ο οποίος συνόρευε δυτικά με Πανούση Βέρδη. Γιατί το κτήμα που περιγράφεται να έχει ανατολικό σύνορο την έκταση που περιγράφεται στο 22344/1874 και όχι την έκταση που περιγράφεται στο 17514/1842;
Τέλος δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το ως άνω συμβόλαιο ήταν συμβόλαιο υποθήκης και άρα υπήρχε συμφέρον για την, όσο το δυνατόν παρουσίαση του εν λόγω κτήματος μεγαλύτερου, καθώς επίσης και την επιφύλαξη που διατύπωσε ο εγγυητής στο εν λόγω συμβόλαιο, για την ορθότητα των συνόρων.
Παρά τα ως άνω γεγονότα η κα Παπαβασιλείου, θεωρεί στην έκθεση της ότι τα όρια συγκεκριμενοποιούνται και όχι ότι υπάρχει πλήρης ασάφεια!!
Στο συμβόλαιο 1033/25-4-1883 για πρώτη φορά δίδεται η έκταση του κτήματος. Στη διαθήκη αυτή λοιπόν αναφέρεται ότι το κτήμα ήταν 1000 παλαιά στρέμματα.
Παραθέτουμε την δημοσίευση στο τεύχος των «Τεχνικών Χρονικών» (επιστημονική έκδοση του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος), την δημοσίευση (σελ. 99-100 Μάρτιος- Απρίλιος 1977) του Αγρ. Τοπογράφου Κώστα Χ. Τσίλλα (επίτιμος επιθεωρητής Υ.Δ.Ε., τέως Δ/ντης Δ/νσεων Κτηματολογίου, αποδεικνύει ότι το 1 παλαιών στρέμμα αντιστοιχεί σε 562.5 τ.μ.. άποψη με την οποία συντάχθηκε εφετειακή υπόθεση ως αναφέρει, σε υπόθεση που είχε ορισθεί πραγματογνώμων.
Βάση των ανωτέρω λοιπόν, τα 1000 παλαιά στρέμματα αντιστοιχούν σε 562.5 σύγχρονα στρέμματα. Το γεγονός αυτό πιθανά ήταν άγνωστο στην κα Παπαβασιλείου, όμως ενώ πολύ σωστά σημειώνει ότι με σχετική νομολογία του Αρείου Πάγου (απ. 388/81), η περιγραφή των ορίων υπερισχύει της αναγραφόμενης έκτασης αριθμητικώς, αλλά όπως σημειώνει η απόφαση 7636/1996 του εφετείου Αθηνών, «αυτό ισχύει μόνο όταν υπάρχουν τέτοια σαφή όρια στους τίτλους για να μπορεί να γίνει εμβαδομέτρηση βάση της πραγματικής κατάστασης».


3.2.4. Συμπεράσματα ελέγχου των συμβολαίων υπ’ αρ. 618/18-4-1873 & 1033/25-4-1883
Βάση των ανωτέρω όχι μόνο δεν έχουμε σαφή όρια αλλά και οι ενδείξεις που υπάρχουν (η ύπαρξη αυτών είναι αναγνωρισμένη από επίσημες δικαστικές αποφάσεις) είναι ότι πιθανά να μην υπάρχει αλληλουχία τίτλων (3.1.3 της παρούσης τεχνικής εκθέσεως) και η διαπίστωση ότι τα σύνορα είναι πλήρως ασαφή (και μάλιστα στην απόφαση 64/’90 αναφέρεται ότι οι ως άνω περιγραφές είναι ασαφείς με ενδεχόμενο δόλο). Εν πάση περιπτώση όμως τα ανωτέρω δύο συμβόλαια αναφέρονται σε έκταση 562.5 στρεμμάτων, βάση τίτλου, έκτασης λειβαδιού και ζευγαρότοπου. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω (3.1.3) ο ορεινός όγκος του βουνού ποτέ δεν ήταν ζευγαρότοπος. Η ως άνω έκταση όμως, λειβάδι και ζευγαρότοπος οφείλει να είναι ενιαία. Βάση του χάρτη του J.A. Kaupert, ο ζευγαρότοπος οφείλει να είναι εκτός της δασικής έκτασης που παρουσιάζεται στα πεδινά (λόχμη) και που ο δασολόγος κος Τουρνάς αναφέρει στην έκθεσή του ότι είναι ιδανικός βοσκότοπος για αίγας. Και άρα μπορεί να ταυτιστεί με ασφάλεια με το λειβάδι. Εξ’ άλλου βάση των στοιχείων για την οικογένεια Βέρδη που έχουμε, αυτοί ήταν κτηνοτρόφοι και άρα το τμήμα εκείνο του βουνού που οικειοποιούνταν λογικά θα ήταν τα βοσκοτόπια και αυτά ως περιουσιακό στοιχείο η Καλομοίρα Βερτή το γένος Βέρδη θα μεταβίβαζε στην διαθήκη της. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι νομιμοποιούνταν η ιδιοκτησία της, επί της δασικής εκτάσεως αυτής ως αναφέρθει.
Επιπροσθέτως οι περιγραφές , λειβάδι και ζευγαρότοπος, δεν δύναται να ταυτιστούν σε καμία περίπτωση με ορεινούς όγκους με μεγάλες κλίσεις ούτε με πευκόφυτες πυκνά περιοχές, παρά με ανοιχτές περιοχές με ήπια κλίση και θαμνώδη ή ποώδη βλάστηση. Αποτέλεσμα του ως άνω είναι η περιοχή που δύναται να βρίσκεται το εν λόγω ακίνητο είναι στην πεδινή περιοχή πλησίον του Βαθύ Ρεύματος, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3.2.1 και σε καμιά περίπτωση δεν εντάσσεται σε αυτή η έκταση των 433 στρ.. Στην περιοχή αυτή αναφέρεται το διάγραμμα Κοτσιρώνη. Το εμβαδό της αποτυπωμένης σε αυτό έκταση είναι βάση του διαγράμματος αυτού, 640 στρέμματα περίπου, στα οποία δεν συμμετέχουν τα 110 παλαιά στρέμματα, που άφησε η Καλομοίρα Βερτή στην διαθήκη της στην κόρη της Παναγιώτα και τον υιό της Θοδωρή. Αν παρατηρήσουμε όμως στον χάρτη του J.A. Kaupert, θα δούμε ότι στο βόρειο τμήμα της έκτασης που παρουσιάζεται στο διάγραμμα Κοτσιρώνη υπάρχει πυκνή συστάδα μεγάλων κωνοφόρων (βάση του υπομνήματος του χάρτη αυτού). Στο Δ.Ε.3 που συνοδεύει την παρούσα έκθεση, παρατηρούμε ότι στην ίδια ακριβώς θέση κατά το έτος 1945 υπάρχει συστάδα μεγάλων πεύκων. Η περιοχή αυτή ακόμα και σήμερα στην Πετρούπολη ονομάζεται Πεύκα Βέρδη και υπήρχαν μέχρι την πλήρη εξάπλωση του οικιστικού ιστού στην περιοχή αυτή πριν από λίγα σχετικά χρόνια. Αν ως υπόθεση εργασίας εμβαδομετρηθεί η περιοχή βάση του διαγράμματος Κοτσιρώνη με βόρειο όριο τα πεύκα, την περιοχή δηλαδή που λόγω βλάστησης ήταν αδύνατο να ήταν βοσκοτόπι, η ως άνω έκταση έχει εμβαδό 568.9 στρ. αντί των 500.62 στρεμμάτων βάση τίτλου (1000στρ-110στρ=890στρ. παλαιά*0.5625 = 500.62στρ.).
Η ως άνω έκταση περισσότερο προκύπτει από την χρήση της περιοχής, παρά με μια συνεπή αλληλουχία τίτλων. Έχει όρια που κατά καιρούς ταυτίζονται με τμήματα συμβολαίων, χωρίς ποτέ όμως να είναι απόλυτα ορθή. Η πρόθεση όμως παράνομης οικειοποίησης του ορεινού όγκου (βλ. απόφαση 64/90) είναι σαφής με τα όρια να μεταβάλλονται κατά το δοκούν και μάλιστα περισσότερο προς τον βορρά όπου είναι οι δημόσιες εκτάσεις.
Στην έκθεση της κας Παπαβασιλείου γίνεται λόγος για πιθανή επέκταση των ορίων των κτημάτων Χαϊδαρίου και Δέγλερη – Καραγιάννη σε βάρος του κτήματος «Πεύκα Βέρδη». Ο συλλογισμός αυτός στηρίζεται μόνο στη διαφορά των εκτάσεων που αναγράφονται σε αρχικά συμβόλαια και σε εκτάσεις που μετέπειτα διεκδικούν και μάλιστα χωρίς έλεγχο τίτλων για τις ιδιοκτησίες αυτές. Αποφεύγει όμως, να κάνει την όποια αναφορά για την μεταβολή που υπάρχει στους τίτλους του Ιερού Ναού και στην έκταση που διεκδικούσε κατά το έτος σύνταξης του διαγράμματος του κ. Μπάζου. Ο ιερός ναός με αρχικό τίτλο 500.62 στρ. διεκδικεί βάσει του διαγράμματος Μπάζου 5827 στρ. από τα οποία είναι 3190 στρ. ορεινή έκταση και 2637 πεδινή. Ας σημειώσουμε ότι η ως άνω εμβαδομέτρηση έγινε, με όριο του πεδινού, τα εγκεκριμένα σχέδια πόλεως και όχι την πραγματική μορφολογία του εδάφους.
Τέλος έχω ήδη αναφερθεί για την παραποίηση των στοιχείων του χάρτη του J.A. Kaupert, σε ότι αφορά τα πεζούλια , την οικία Βέρδη και το όριο της δασικής εκτάσεως, στην έκθεση της κας Παπαβασιλείου (2.2 της παρούσης εκθέσεως). Το ότι με βάση τα παραποιημένα αυτά στοιχεία οριοθέτησε την έκταση των 110 στρεμμάτων, μας οδηγεί στο πασιφανές συμπέρασμα ότι η οριοθέτηση αυτή είναι πλασματική και λανθασμένη.

4. ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΤΙΤΛΩΝ Ι.Ν.Θ.Ε.Λ. (Περίοδος από 1883 έως 1916)


Από το σημείο αυτό και μετά αρχίζουν οι διαμάχες ιδιωτών, που αφορούν την δοσμένη έκταση. Στην τεχνική έκθεση του δασολόγου κ. Τουρνά αναφέρεται ότι : «Αν ο Παναγής Βέρτης κατέλαβεν το κτήμα και εις ποιας διακατοχικάς πράξεις προέβει ούτος επί του όλου τμήματος αυτού, εξ ουδενός στοιχείου τεκμαίρετε, ως όμως συνάγεται εκ των δημοσιευμάτων της Ακροπόλεως της εποχής εκείνης, ούτος είχεν αηδιάσει δια την εναντίον του τακτική των αδελφών του, αναγκασθείς εν τέλει να πωλήσει το κτήμα διά να απαλλαγεί από τας οχλήσεις.».
Άρα τα αδέλφια, βάση του ως άνω, του Παναγή Βέρτη δεν αποδέχθηκαν την διαθήκη της μητέρας τους, Καλομοίρας Βερτή το γένος Βέρδη.



4.1. 1126/19-10-1887 ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ του ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΓΕΝΟΒΕΛΗ

4.1.1. Στοιχεία συμβολαίου 1126/19-10-1887
Με το ως άνω συμβόλαιο ο Παναγής Ασημάκη Βερτής πούλησε στον Χρήστο Αναστασόπουλο, αντί 15000 δρχ., το κτήμα που απέκτησε βάση της 1033/’83 διαθήκης της μητέρας του. Περιγράφεται ότι το κτήμα βρίσκεται στη θέση Κλεισούρα, ή Πεύκα Βέρδη. Έχει δε έκταση 1000 παλαιών στρ. και αποτελείται από καλλιεργήσιμη γης και άλλων βοσκήσιμων γαιών, συνορευόμενο γύρωθεν με : θέση Ταβερδέλα, ήτοι όρια του δήμου Φυλής και Εθνικές γαίες, κτήμα κληρονόμων Ζαχαρίτσα, κτήμα Δέγκλερη, και με το βαθύ ρεύμα και αγρούς Ιωάννου Τσουκλίδη, αφαιρουμένων των 110 στρ.. Στο ως άνω συμβόλαιο μεταβιβάζεται όπως αναφέρεται, το κτήμα «μετά των προσαρτημάτων του και παρακολουθημάτων του, των εν αυτώ μανδρών, χαμογείου οικίας, και δάσους».


4.1.2. Σχολιασμός περί του συμβολαίου υπ’ αρ. 1126/19-10-1887
Στο συμβόλαιο αυτό συνεχίζεται η αναντιστοιχία μεταξύ των περιγραφόμενων με ασαφή τρόπο ορίων και της αριθμητικής έκτασης που αναφέρεται στον παρόν τίτλο. Επιπροσθέτως, ενώ ο πωλητής είχε σαφώς στην κατοχή του 810 παλαιά στρέμματα βάση της διαθήκης της μητρός του, πούλησε ξανά 1000 παλαιά στρέμματα δηλαδή πούλησε 61,875 σύγχρονα στρέμματα επιπλέων, από αυτά που είχε στην κατοχή του. Η κα Παπαβασιλείου θεωρώντας ότι η περιγραφή των ορίων είναι η ίδια δεν προχωρεί σε κανένα σχολιασμό αυτών, αλλά και δεν σχολιάζει την ως άνω αντίφαση.
Στο διάγραμμα του κ. Μπάζου, στην η θέση Τσαβερδέλα βρίσκεται βορειότερα από το αρχαίο τοίχος που η πραγματογνώμων θεώρησε ότι είναι τα όρια του χωρίου Χασιάς, και μάλιστα απέχει 1200 μ. από το πλησιέστερο άκρο του ή 1600μ. από το εμφανισθέν στο ως άνω διάγραμμα, κτήματος «Πεύκα Βέρδη» και περίπου 1700 μ εντός του κτήματος Στεφάνι. Η κα Παπαβασηλείου ενώ θεωρεί το ως άνω διάγραμμα ακριβές το παραπάνω γεγονός δεν το σχολιάζει.
Ασχολίαστο επίσης παραμένει από την κα Παπαβασιλείου ότι στο ως άνω συμβόλαιο για πρώτη φορά στην θεωρούμενη κατά τον ΙΝΘΕΛ αλληλουχία τίτλων γίνεται αναφορά σε δάσος. Ανεξαρτήτως δηλαδή της σημερινής μορφής του ορεινού όγκου του υποτιθέμενου κτήματος, που στην ουσία ταυτίζεται με το αδόμητο τμήμα όπως θα φανεί παρακάτω και έχει χαρακτήρα δασικό, ανεξαρτήτως ακόμα και το όριο της δασικής έκτασης στον χάρτη του J.A. Kaupert, στο ίδιο το συμβόλαιο αναφέρεται ότι το κτήμα αυτό περιλαμβάνει δάσος και δεν θέτει το ερώτημα του τρόπου κτήσης αυτού.
Τέλος στην έκθεση του δασολόγου κ. Τουρνά αναφέρεται ότι στα φύλλα της 24ης και 25ης Οκτωβρίου 1889 της «Ακροπόλεως» αναγράφεται ότι αναγκάσθει εν τέλει να πωλήσει το κτήμα διά να απαλλαγεί από τας οχλήσεις των λοιπών αδερφών του Παναγή Ασημάκη Βερτή, μόλις 1.5 χρόνο μετά.
4.2. 2640/20-5-1889 ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ του ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΓΕΝΟΒΕΛΗ


4.2.1. Στοιχεία συμβολαίου 2640/20-5-1889
Με το ως άνω συμβόλαιο ο Χρήστος Αναστασόπουλος μεταβίβασε το εν λόγω κτήμα στον Γεώργιο Ζωντανό περιγράφοντας αυτό ως «κτήμα ή λειβάδιον, καλούμενον Κλεισούρα ή Πεύκα Βέρδη, εκτάσεως 1000 στρεμμάτων πλην των 110στρεμμάτων… συνορευόμενον γύρωθεν με θέση Τζαβερδήλου (όριο δήμου Φυλής), με κτήμα Στεφάνη, με κτήμα Χαϊδάρι, με αγρούς Δέγλερη, με βαθύ Ρεύμα και με κτήμα Ζαχαρίτσα μετά των προσαρτημάτων και παρακολουθημάτων του, των εν αυτώ μανδρίων, χαμογείου οικίας ξύλινου παραπήγματος, και δάσους…». Σε αντάλλαγμα έλαβε από τον Γ. Ζωντανό οικία 4 δωματίων και οικόπεδο 1700 τ.μ. .

4.2.2. Σχολιασμός περί του συμβολαίου υπ’ αρ. 2640/20-5-1889
Βάση της περιγραφής των ορίων στο συμβόλαιο αυτό, παρατηρούμε για μια ακόμα φορά την συνεχή μεταβολή των ορίων του εν λόγω κτήματος. Ήδη από το συμβόλαιο της υποθήκης το κτήμα Χαϊδάρι δεν αναφέρεται ως όριο. Δηλαδή το όριο αυτό αναφέρεται στον αρχικό τίτλο του 1947, δεν αναφέρεται στα συμβόλαια υποθήκης, διαθήκη και στο πρώτο πωλητήριο συμβόλαιο και ξανά αναφέρεται στο παρόν συμβόλαιο ανταλλαγής. Το γεγονός αυτό ισχυροποιεί την άποψη του δασολόγου κ. Τουρνά, όπως αυτή παρουσιάσθει στην παρ. 3.1.3, ότι η διακατοχή δημόσιας γης (βουνό ή εν γένει δασική έκταση), αποτελούσε σημείο σύγκρουσης διαφόρων ιδιωτών ή όπως κομψά το αναφέρει «αποτέλεσε ιδιοκτησία των πιο δραστήριων».
Αυτή ακριβώς η τακτική τελικά οδήγησε και στη δολοφονία του Γ. Ζωντανου από τη Χαρίκλεια Βερτή, κόρη του Θεοδώρου Ασημάκη Βερτή και παρά την πρόσληψη από μέρους του δύο φυλάκων, τον 10/1889 όπως αναφέρεται στα φύλλα της 24ης και 25ης Οκτωβρίου 1889 της «Ακροπόλεως», μόλις 5 μήνες μετά την μεταβίβαση σε αυτόν του εν λόγω κτήματος.



4.3. 9816/1916 ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

Μετά τη δολοφονία του Γ. Ζωντανού, η περιουσία του (λόγω του ότι ήταν άκληρος) πέρασε στα αδέρφια του Άγγελο, Ελένη και Σοφία. Μετά τον θάνατο των δύο πρώτων (1912 και 1913 αντίστοιχα), το εν λόγω κτήμα πέρασε στην κυριότητα της

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου